- μολπᾶς
- μολπᾶ̱ς , μολπάζωsing offut ind act 2nd sg (doric)μολπήdancefem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολπάς — μολπά̱ς , μολπή dance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρύρροος — δακρύρροος, ον (AM) όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς ρους < ρέω] … Dictionary of Greek